- ηλιόλιθος
- ο(ορυκτ.) πολύτιμος λίθος, ποικιλία τού αστρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. heliolite < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + -lite (πρβλ. λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαγισμός — ο, Ν 1. το σελάγισμα 2. (ορυκτ.) αστραφτερή ανταύγεια που παρατηρείται σε ορισμένα φυτά, όπως είναι ο ηλιόλιθος, ο αβεντουρίνης και ο διαλλαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελαγίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση τού γερμ. Schiller] … Dictionary of Greek
αβαντουροειδής άστριος — Ορυκτό, παραλλαγή του αστρίου. H ερυθρίζουσα απόχρωσή του οφείλεται στα μικρά λέπια αιματίτη που περιέχει. Ονομάζεται επίσης ηλιόλιθος … Dictionary of Greek
άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… … Dictionary of Greek